- τρακαδόρος
- ο, θηλ. τρακαδόρα και τρακαδόρισσα, Ν1. αυτός που συνηθίζει να ζητά και να παίρνει από τους άλλους χρήματα ή αντικείμενα χωρίς να τα επιστρέφει, που κάνει τράκες2. συνεκδ. κατεργάρης, απατεώνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράκα + κατάλ. -δόρος (πρβλ. τζογα-δόρος)].
Dictionary of Greek. 2013.