τρακαδόρος

τρακαδόρος
ο, θηλ. τρακαδόρα και τρακαδόρισσα, Ν
1. αυτός που συνηθίζει να ζητά και να παίρνει από τους άλλους χρήματα ή αντικείμενα χωρίς να τα επιστρέφει, που κάνει τράκες
2. συνεκδ. κατεργάρης, απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράκα + κατάλ. -δόρος (πρβλ. τζογα-δόρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρακαδόρος — ο θηλ. όρα και όρισσα αυτός που συστηματικά και χωρίς ντροπή παίρνει τζάμπα από άλλον, σελέμης, αμακαδόρος: Τρακαδόρος στα τσιγάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολπαδόρος — ο κολπατζής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπο + δόρος (< βεν. κατάλ. dore), πρβλ. σαλτα δόρος, τρακαδόρος] …   Dictionary of Greek

  • σελέμης — ο, θηλ. σελέμισσα, Ν άτομο που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο, παρακεντές, τρακαδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. selem] …   Dictionary of Greek

  • σελεμίζω — και σελεμιάζω Ν [σελέμης] 1. (αμτβ.) ζω εις βάρος τών άλλων, παρασιτώ 2. (μτβ.) προμηθεύομαι κάτι χωρίς να πληρώσω, είμαι τρακαδόρος …   Dictionary of Greek

  • τρακαδόρικος — η, ο, Ν [τρακαδόρος] χαρακτηριστικός τού τρακαδόρου («τρακαδόρικη συμπεριφορά») …   Dictionary of Greek

  • τσιγαρολόγος — ο, Ν 1. είδος εντόμου 2. τρακαδόρος τσιγάρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”